σωληνίδιο

σωληνίδιο
το / σωληνίδιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. τροποποιημένη αμβλεία τρίχα η οποία συνδέεται με ένα αισθητήριο κύτταρο στα πόδια τών ακάρεων
αρχ.
1. μικρό αυλάκι
2. μικρός σωλήνας, μικρός αγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + υποκορ. κατάλ -ίδιον (πρβλ. τριχ-ίδιον). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. solenidion).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”